καθαγιάζει

καθαγιάζει
καθαγιάζω
pres ind mp 2nd sg
καθαγιάζω
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αγιαστικός — ή, ό (Α ἁγιαστικός, ή, όν) [αγιάζω] αυτός που έχει την ικανότητα να κάνει κάποιον ή κάτι άγιο, να καθαγιάζει, ο εξαγνιστικός …   Dictionary of Greek

  • καθαγιάζω — (AM καθαγιάζω) καθιστώ κάτι ή κάποιον άγιο, εξαγνίζω, εξαγιάζω (α. «καθαγιάζονται τα ύδατα» β «ὁ σοφὸς καθαγιάζει ψυχήν», Φίλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἁγιάζω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”